Ετυμολογία

επεξεργασία
be on speaking terms < → δείτε τις λέξεις be, on, speaking και terms

  Έκφραση

επεξεργασία

be on speaking terms (en)

  • (ιδιωματισμός) μιλάω με κάποιον, είμαι πρόθυμος να είμαι ευγενικός ή φιλικός με κάποιον, ειδικά μετά από έναν καυγά
    ⮡  I am not on speaking terms with him.
    Δεν μιλιέμαι μ' αυτόν.
    ⮡  They aren’t on speaking terms and don’t acknowledge each other.
    Είναι μαλωμένοι και δε χαιρετιούνται.
    ⮡  They haven’t been on speaking terms for years.
    Είναι χρόνια μαλωμένοι.