Ετυμολογία

επεξεργασία
be on good terms < → δείτε τις λέξεις be, on, good και terms

  Έκφραση

επεξεργασία

be on good terms (en)

  • (ιδιωματισμός) έχω καλές σχέσεις με κάποιον
    ⮡  We are on good terms and speak often.
    Έχουμε καλές σχέσεις και μιλάμε συχνά.