bathymétrique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.ti.me.tʁik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bathymétrique | bathymétriques |
bathymétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
bathymétrique | bathymétriques |
bathymétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό