baragouinage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
baragouinage | baragouinages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbaragouinage (fr) αρσενικό
- η χρήση ενός ιδιώματος που φαίνεται ακατανόητο στους άλλους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη baragouin
ενικός | πληθυντικός |
baragouinage | baragouinages |
baragouinage (fr) αρσενικό