Ετυμολογία

επεξεργασία
baisodrome < baiser + -drome, κατά το aérodrome, hippodrome, κ.λπ.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
baisodrome baisodromes

baisodrome (fr) αρσενικό