Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bak.te.ʁjɔ.lɔ.ʒi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bactériologie bactériologies

bactériologie (fr) θηλυκό