Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɑ.klaːʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bâclage bâclages

bâclage (fr) αρσενικό