avoidance
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- avoidance < (κληρονομημένο) μέση αγγλική avoidaunce
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
avoidance | avoidances |
avoidance (en)
- η αποφυγή
ενικός | πληθυντικός |
avoidance | avoidances |
avoidance (en)