avenue
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαavenue (en)
- η λεωφόρος
- ο δρόμος ανάμεσα σε δενδροστοιχίες
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
avenue | avenues |
avenue (fr) θηλυκό
- η λεωφόρος