autel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
autel | autels |
Ετυμολογία
επεξεργασία- autel < παλαιά γαλλική alter
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαautel (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης : Autel |
ενικός | πληθυντικός |
autel | autels |
autel (fr) αρσενικό