Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
attributaire attributaires

attributaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός στον οποίο αποδίδεται κάτι

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
attributaire attributaires

attributaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. στον οποίο αποδίδεται κάτι