attributaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attributaire | attributaires |
attributaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός στον οποίο αποδίδεται κάτι
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attributaire | attributaires |
attributaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- στον οποίο αποδίδεται κάτι