attiseur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | attiseur | attiseurs |
θηλυκό | attiseuse | attiseuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
attiseur (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη attiser
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | attiseur | attiseurs |
θηλυκό | attiseuse | attiseuses |
attiseur (fr)