atterrant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | atterrant | atterrants |
θηλυκό | atterrante | atterrantes |
Επίθετο
επεξεργασίαatterrant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | atterrant | atterrants |
θηλυκό | atterrante | atterrantes |
atterrant (fr)