attentatoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- attentatoire < attentat
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attentatoire | attentatoires |
attentatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αποπειράται να θίξει ηθική ή σωματικά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη attenter