attendrissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | attendrissant | attendrissants |
θηλυκό | attendrissante | attendrissantes |
Επίθετο
επεξεργασίαattendrissant (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη attendrir
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | attendrissant | attendrissants |
θηλυκό | attendrissante | attendrissantes |
attendrissant (fr)