Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
attendee
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.4
Αναφορές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
attendee
<
attend
+
-ee
[
1
]
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
atɛnˈdiː
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
attendee
attendees
παρευρισκόμενος
Συγγενικά
επεξεργασία
attendant\
Αναφορές
επεξεργασία
↑
attendee
- Douglas Harper,
Online Etymology Dictionary
(Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
http://www.wordreference.com/engr/attendee