Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

attendee < attend + -ee[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /atɛnˈdiː/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
attendee attendees

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. attendee - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)