ενικός         πληθυντικός  
athlete athletes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

athlete (en)

  1. ο αθλητής, η αθλήτρια
  2. (επάγγελμα) ο επαγγελματικός αθλητής, η επαγγελματική αθλήτρια