at least
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌæt ˈliːst/
Έκφραση
επεξεργασίαat least (en)
- τουλάχιστον, όχι λιγότερο από
- αν μη τι άλλο, τουλάχιστον, χρησιμοποιείται για να προσθέσει ένα θετικό σχόλιο για μια αρνητική κατάσταση
- ⮡ We were able to at least sway public opinion.
- Μπορέσαμε, αν μη τι άλλο/τουλάχιστον, να ευαισθητοποιήσουμε την κοινή γνώμη.
- ≈ συνώνυμα: if nothing else
- ⮡ We were able to at least sway public opinion.
- τουλάχιστον, ακόμα κι αν δεν ισχύει τίποτα άλλο ή δεν κάνω τίποτα άλλο
- ⮡ You should have at least warned me.
- Θα έπρεπε τουλάχιστον να με έχεις προειδοποιήσει.
- ⮡ Tell us what happened at least.
- Πες μας τουλάχιστον τι απέγινε.
- ⮡ They should’ve had a little respect at least.
- Να είχαν λίγο σεβασμό τουλάχιστον.
- ⮡ I don’t know about the others, but at least the children were pleased.
- Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά τουλάχιστον τα παιδιά ευχαριστήθηκαν.
- ⮡ At least you should stay.
- Εσείς τουλάχιστον πρέπει να μείνετε.
- ⮡ You should have at least warned me.