Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.sɛ̃p.tɔ.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
asymptotique asymptotiques

asymptotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό