assimilationist
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
assimilationist | assimilationists |
Ετυμολογία
επεξεργασία- assimilationist < assimilation + -ist
Ουσιαστικό
επεξεργασίαassimilationist (en)
- (φιλοσοφία, κοινωνιολογία) ο ενσωματιστής, η ενσωματίστρια, υπέρμαχος του ενσωματισμού και της ενσωμάτωσης (κοινωνικής, πληροφοριακής, συστημικής κτλ.)