Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
assessor assessors

  Ετυμολογία επεξεργασία

assessor < γαλλική assessour

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /əˈsɛsɚ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

assessor (en)

  Πηγές επεξεργασία