assessor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
assessor | assessors |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαassessor (en)
- ο εκτιμητής, ο αξιολογητής, ο πραγματογνώμονας
- ⮡ The assessors ended up at very different valuations.
- Οι πραγματογνώμονες κατέληξαν σε πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις.
- ⮡ The assessors ended up at very different valuations.