asap
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- asap < as soon as possible
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌeɪ.es.eɪˈpiː/ & /ˈeɪ.sæp/
- ⓘ
Συντομομορφή
επεξεργασίαasap (en) (χωρίς παραθετικά) αρκτικόλεξο του as soon as possible
- (διαδικτυακή αργκό) άλλη μορφή του ASAP
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- asap - Cambridge Dictionary online
- asap - Oxford Learner's Dictionaries