as that
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαas that (en) (ιδιωματισμός)
- (as + επίθετο ή επίρρημα + as that) άλλη μορφή του as all that
- ⮡ I am not as silly as that.
- Δεν είμαι τόσο ανόητος.
- ⮡ I am not as silly as that.