as of
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
as of (en)
- (ιδιωματισμός) ως προς, από χρησιμοποιείται για να δείξει την ώρα ή την ημερομηνία από την οποία ξεκινά κάτι
- ↪ the latest revision as of 12:00, May 1, 2024 - η τελευταία αναθεώρηση ως προς 12:00, 1 Μαΐου 2024
- ↪ I’ve been here as of 5 o’clock.
- Είμαι εδώ από τις 5 η ώρα.