arrow
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
arrow | arrows |
Ουσιαστικό επεξεργασία
arrow (en)
- (οπλισμός) το βέλος
- το βέλος, το βελάκι, καθετί με τη μορφή ενός βέλους
- ↪ Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
- Χρησιμοποιήστε τα βελάκια στις επικεφαλίδες για να δείτε αύξουσα ή φθίνουσα κατάταξη για κάθε κολόνα.
- ↪ Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.