γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό arrangeant arrangeants
θηλυκό arrangeante arrangeantes

  Επίθετο

επεξεργασία

arrangeant (fr)

  • που προσπαθεί να λύσει οποιαδήποτε δυσκολία παρουσιάζεται

Συνώνυμα

επεξεργασία