arpenteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | arpenteur | arpenteurs |
θηλυκό | arpenteuse | arpenteuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαarpenteur (fr)
- τεχνίτης ειδικευμένος στη χωρομέτρηση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη arpent
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | arpenteur | arpenteurs |
θηλυκό | arpenteuse | arpenteuses |
arpenteur (fr)