armure
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- armure < παλαιά γαλλική armure
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
armure | armures |
armure (fr) θηλυκό
- η πανοπλία
- (μουσική) ο οπλισμός στην αρχή ενός πεντάγραμμου
ενικός | πληθυντικός |
armure | armures |
armure (fr) θηλυκό