Ετυμολογία

επεξεργασία
armure < παλαιά γαλλική armure

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
armure armures

armure (fr) θηλυκό

  1. η πανοπλία
  2. (μουσική) ο οπλισμός στην αρχή ενός πεντάγραμμου