arbitrator
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
arbitrator | arbitrators |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαarbitrator (en)
- (νομικός όρος) ο διαιτητής
- ⮡ An arbitrator must not take anyone’s side.
- Ο διαιτητής δεν πρέπει να παίρνει το μέρος κανενός.
- ⮡ An arbitrator must not take anyone’s side.