aquele
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | aquele | aqueles |
θηλυκό | aquela | aquelas |
aquele (pt)
- εκείνος (λέγεται για κάτι ή κάποιον που βρίσκεται μακριά από τους συνομιλητές)
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | aquele | aqueles |
θηλυκό | aquela | aquelas |
aquele (pt)