approximant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαapproximant (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | approximant | approximants |
θηλυκό | approximante | approximantes |
Επίθετο
επεξεργασίαapproximant (fr)
approximant (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | approximant | approximants |
θηλυκό | approximante | approximantes |
approximant (fr)