approbateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pʁɔ.ba.tœʁ/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | approbateur | approbateurs |
θηλυκό | approbatrice | approbatrices |
approbateur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | approbateur | approbateurs |
θηλυκό | approbatrice | approbatrices |
approbateur (fr)