appellatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appellatif | appellatifs |
θηλυκό | appellative | appellatives |
Επίθετο
επεξεργασίαappellatif (fr)
- σχετικός με όνομα
- σχετικός με προσφώνηση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη appeler