Ετυμολογία

επεξεργασία
aporie < αρχαία ελληνική ἀπορία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pɔ.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aporie apories

aporie (fr) θηλυκό