aporie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aporie < αρχαία ελληνική ἀπορία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
aporie | apories |
aporie (fr) θηλυκό
- η απορία, η αβεβαιότητα
ενικός | πληθυντικός |
aporie | apories |
aporie (fr) θηλυκό