apercevable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
apercevable | apercevables |
Επίθετο
επεξεργασίαapercevable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να γίνει αντιληπτός
ενικός | πληθυντικός |
apercevable | apercevables |
apercevable (fr) αρσενικό ή θηλυκό