Ετυμολογία

επεξεργασία
antinucléaire < anti- + nucléaire

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
antinucléaire antinucléaires

antinucléaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
antinucléaire antinucléaires

antinucléaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό