anticonstitutionnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- anticonstitutionnel < anti- + constitutionnel
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | anticonstitutionnel | anticonstitutionnels |
θηλυκό | anticonstitutionnelle | anticonstitutionnelles |
anticonstitutionnel (fr) αρσενικό