anthropocentrique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
anthropocentrique | anthropocentriques |
anthropocentrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό