antériorité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
antériorité | antériorités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
antériorité (fr) θηλυκό
- η προτεραιότητα, το να συμβαίνει κάτι πριν από κάτι άλλο
ενικός | πληθυντικός |
antériorité | antériorités |
antériorité (fr) θηλυκό