annuel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | annuel | annuels |
θηλυκό | annuelle | annuelles |
annuel (fr) αρσενικό
- ετήσιος
- Le salaire annuel. - Ο ετήσιος μισθός.
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | annuel | annuels |
θηλυκό | annuelle | annuelles |
annuel (fr) αρσενικό