Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
anisette
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
anisette
<
anis
+
-ette
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
anisette
anisettes
anisette
(fr)
θηλυκό
(
ποτό
)
λικέρ
από
γλυκάνισο
(
συνεκδοχικά
)
ποτήρι
γεμάτο με αυτό το
λικέρ