angiotensina
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
angiotensina | angiotensinas |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anxjotenˈsina/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangiotensina (es) θηλυκό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
angiotensina | angiotensine |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangiotensina (it) θηλυκό
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαangiotensina (pt) θηλυκό