angelica
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
angelica | angelicas |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ænˈd͡ʒɛlɪkə/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangelica (en)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
angelica | angeliche |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anˈd͡ʒɛ.li.ka/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangelica (it) θηλυκό