angélica
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
angélica | angélicas |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαangélica (es) θηλυκό
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɐ̃ˈʒɛ.li.kɐ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangélica (pt) θηλυκό