anfractuosité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
anfractuosité | anfractuosités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
anfractuosité (fr) θηλυκό
- ανώμαλη, ακανόνιστη κοιλότητα σε βράχο
ενικός | πληθυντικός |
anfractuosité | anfractuosités |
anfractuosité (fr) θηλυκό