andrologue
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
andrologue | andrologues |
Ουσιαστικό επεξεργασία
andrologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- γιατρός εξειδικευμένος στην ανδρολογία
ενικός | πληθυντικός |
andrologue | andrologues |
andrologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό