androginico
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- androginico < androginia
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
androginico | androginici |
androginico (it)
- συνώνυμο του ερμαφρόδιτου
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
androginico | androginici |
androginico (it)