ancillaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ancillaire | ancillaires |
Επίθετο
επεξεργασίαancillaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με υπηρέτριες
- (χημεία) δευτερεύων
ενικός | πληθυντικός |
ancillaire | ancillaires |
ancillaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό