Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ancillaire ancillaires

  Επίθετο επεξεργασία

ancillaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με υπηρέτριες
  2. (χημεία) δευτερεύων