Ετυμολογία

επεξεργασία
anémique < anémie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ne.mik/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
anémique anémiques

anémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία