Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ampleksiĝi < ampleks(a) + iĝi

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ampleksiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ampleksiĝas ampleksiĝanta ampleksiĝata
αόριστος ampleksiĝis ampleksiĝinta ampleksiĝita
μέλλοντας ampleksiĝos ampleksiĝonta ampleksiĝota
υποθετική ampleksiĝus - -
προστακτική ampleksiĝu - -

ampleksiĝi (eo)